οινοπνευματοποιός

οινοπνευματοποιός
ο
βιομήχανος ή ειδικός τεχνίτης που παράγει με απόσταξη οινόπνευμα ή παρασκευάζει οινοπνευματώδη ποτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + -ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στους Ελληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οινοπνευματοποιός — ο ο βιομήχανος ή ο ειδικός τεχνίτης παραγωγής οινοπνεύματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οινοπνευματοποιία — Η βιομηχανία της παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. Βασικά, ο όρος σημαίνει την παραγωγή οινοπνεύματος με απόσταξη αλλά ο ίδιος όρος αναφέρεται και στα εργοστάσια παρασκευής ποτών που προέρχονται από ζύμωση, όπως τα κρασιά. Τα… …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοποιείο — το εργοστάσιο παραγωγής οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπνευματοποιός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοπνευματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1883 στον Ν. Θ. Σχινά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”